Υπάρχει σχέση του καπνίσματος με το πεπτικό έλκος και την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση;

Πεπτικό έλκος είναι η παρουσία μιας πληγής στην εσωτερική επιφάνεια του στομάχου ή του δωδεκαδακτύλου. Ποιες είναι όμως οι αιτίες της δημιουργίας του έλκους; Μέσα στο στομάχι επικρατεί μια αρμονική ισορροπία μεταξύ των ‘’επιθετικών’’ παραγόντων, που βοηθούν στην πέψη της τροφής, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να βλάψουν το στομάχι και το δωδεκαδάκτυλο και των ‘’αμυντικών’’ παραγόντων που προσπαθούν να τα προστατεύσουν.
Οι επιθετικοί παράγοντες είναι το υδροχλωρικό οξύ και η πεψίνη ενώ οι αμυντικοί παράγοντες είναι κυρίως η βλέννη, τα διττανθρακικά και οι προσταγλανδίνες. Έλκος δημιουργείται όταν κάποιο αίτιο διαταράξει αυτήν την ισορροπία. Ένα βακτηρίδιο, το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, και ορισμένα φάρμακα κυρίως τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και η ασπιρίνη είναι τα σημαντικότερα αίτια δημιουργίας έλκους. Ωστόσο το κάπνισμα ενοχοποιείται για την δημιουργία έλκους επειδή αυξάνει την έκκριση υδροχλωρικού οξέος και μειώνει την έκκριση προσταγλανδινών , ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνει την επούλωση του έλκους και αυξάνει την πιθανότητα υποτροπής.


 Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση είναι η μετακίνηση του περιεχομένου του στομάχου προς τον οισοφάγο με πιθανότητα δημιουργίας φλεγμονής στον οισοφάγο (οισοφαγίτιδα). Ο οισοφάγος διαθέτει ένα εξίσου σημαντικό αμυντικό σύστημα έναντι στα καυστικά υγρά του στομάχου, που παλινδρομούν. Οι προστατευτικοί παράγοντες είναι κυρίως ο κατώτερος οισοφαγικός σφικτήρας, ο περισταλτισμός του οισοφάγου, η βλέννη αλλά και το σάλιο. Ο κατώτερος οισοφαγικός σφικτήρας, είναι ένας ανατομικός σφικτήρας που ενώνει τον οισοφάγο με το στομάχι, ο οποίος χαλαρώνει κατά την διέλευση της τροφής προς το στομάχι, ενώ αμέσως μετά συσπάται, αποτρέποντας έτσι την παλινδρόμηση της τροφής. Η νικοτίνη του τσιγάρου μειώνει την ικανότητα σύσπασης του σφικτήρα με αποτέλεσμα την δημιουργία παλινδρόμησης. Το σάλιο έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει τα όξινα υγρά του στομάχου. Έχει παρατηρηθεί ότι οι καπνιστές έχουν μειωμένη παραγωγή σάλιου με αποτέλεσμα την μείωση ενός ακόμη προστατευτικού παράγοντα.